- εγκονώ
- ἐγκονῶ (-έω) (AM)είμαι γρήγορος, σπεύδω, ενεργώ με βιασύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Θαμιστικό επιτατικό μεταρρηματικό παράγωγο με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας που συνδέεται μορφολογικά με το λατ. cōnor «προσπαθώ», όπως πιθ. το επικ. ποτέομαι με το πωτώμαι (-άομαι). Είναι όμως εξίσου πιθανόν να πρόκειται για μετανοματικό παράγωγο (< *εγ-κόνος), την ύπαρξη τού οποίου πιστοποιεί το θηλ. εγκονίς «υπηρέτρια» (< ρίζα *ken»μοχθώ, κοπιάζω, επιδιώκω με ζήλο», στην οποία ανάγεται και το cōnor (βλ. και διάκονος)].
Dictionary of Greek. 2013.